Το αφιέρωμα αυτό δεν συνιστά τόσο μια ιστορική καταγραφή, όσο μια σχεδόν αφηγηματική παρουσίαση, στο στυλ και στο ύφος εκείνο που θεωρώ πως αρμόζει στον μετρ του κινηματογραφικού σασπένς. Είναι εύκολο να αναζητήσετε πληροφορίες στο διαδίκτυο για την πορεία του Χίτσκοκ και το πλήθος των ταινιών του, ωστόσο εγώ προτιμώ να εστιάσω σε πολύ συγκεκριμένα σημεία, τέτοια που να μας μεταφέρουν όσο γίνεται στην καρδιά του ύφους του.
Πάμε πίσω λοιπόν σε μία από τις αρχέγονες αναμνήσεις του «Χιτς», όταν ήταν ακόμα μικρό παιδί – είναι γνωστό πως τα παιδικά βιώματα συχνά φτάνουν να καθορίζουν την ενήλικη συμπεριφορά μας, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα, παρέχοντας πρότυπα σκέψης και σχήματα αντιλήψεων.
Ο μικρός Άλφρεντ, που λέτε, μεγάλωσε σε μια βρετανική οικογένεια με αυστηρή καθολική ανατροφή – κάτι ασυνήθιστο για την πλειοψηφία του βρετανικού πληθυσμού. Ανήκε σε μια μειονότητα. Μικρός που ήταν, όπως όλα τα παιδιά, έκανε τις αταξίες του. Κάποια μέρα όμως, έχοντας κάνει μια κακή πράξη, ο πατέρας του αποφάσισε να του δώσει ένα μάθημα. Τον έστειλε σε ένα αστυνομικό τμήμα, με ένα χαρτί, το οποίο λίγο πολύ καλούσε τον αστυνόμο να συλλάβει το παιδί και να το κλειδώσει για λίγη ώρα σ’ ένα απ’ τα κελιά του τμήματος. Με αυτόν τον τρόπο θα παραδειγματιζόταν και δεν θα έκανε ξανά πράξεις σαν αυτές. Ο αστυνομικός ακολούθησε την εντολή του πατέρα, κλειδώνοντας το μικρό παιδί μέσα στο κελί, το οποίο φοβισμένο και απορημένο προσπαθούσε να ερμηνεύσει την κατάσταση. «Γιατί με φυλακίζουν? Τι έκανα?»
Κάπου εκεί πηγάζει ο αρχέγονος σχεδόν φόβος και αντιπάθεια του Χίτσκοκ απέναντι στους φορείς εξουσίας, καθώς και εκείνο το κλασικό μοτίβο που βλέπουμε να επαναλαμβάνεται σε πολλές απ’ τις ταινίες του: ο αθώος που ενοχοποιείται για ένα έγκλημα που δεν έχει διαπράξει.
Μεγαλώνοντας ο «Χιτς» θα ανέπτυσσε κι άλλες ιδιαιτερότητες που θα ζωγράφιζαν με τα δικά τους χαρακτηριστικά χρώματα τα έργα του – έργα που συνιστούν πορτραίτα ορισμένων από πλέον απόκρυφες πλευρές της ανθρώπινης ψυχής. Οι ταινίες του Χίτσκοκ δεν είναι σκοτεινές επειδή ξεχειλίζουν με ποτάμια αίματος και πτώματα… Κάθε άλλο, η παρουσία έκδηλης βίας στα έργα του είναι ελάχιστη. Δε θα δούμε να παρελαύνουν μεταφυσικές οντότητες, ούτε να γίνεται τακτική χρήση εκείνου του τρικ του «τινάγματος», στο οποίο επιδίδονται τόσα και τόσα φιλμ, προκειμένου να ταρακουνήσουν τον θεατή από τη θέση του. Όχι. Το φοβερό στα έργα του Χίτσκοκ είναι η παρουσίαση της ανθρώπινης φύσης πέρα και έξω από εξιδανικεύσεις, η σκιαγράφηση ορισμένων από τις σκοτεινότερες – μα τόσο υπαρκτές – πλευρές της.
Ο παραδοσιακός ρόλος του «καλού» και του «κακού» καταργείται. Τα σύνορα ανάμεσα τους συχνά είναι ρευστά – άφθονοι από τους «κακούς» του Χίτσκοκ γίνονται συμπαθείς, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι οι «καλοί» που προβαίνουν σε αμφιλεγόμενες ενέργειες και δε διστάζουν να προβούν ως και στο έγκλημα, προκειμένου να σωθούν. Δεν απουσιάζει ολοσχερώς το ηθικό στοιχείο από τις ταινίες του Χίτσκοκ, ούτε δικαιώνεται η σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου – σχεδόν πάντα ο «κακός» παίρνει αυτό που του αξίζει και ο ήρωας επιβιώνει. Η πορεία ωστόσο της ιστορίας σε βυθίζει σε προβληματισμούς γύρω από τη φύση του ανθρώπου. Είναι αδύνατο να βλέπεις ταινίες του Χίτσκοκ και να σκέφτεσαι μετά σε αποχρώσεις άσπρου-μαύρου.
Οι «κακοί» του Χίτσκοκ δεν είναι στερεότυπα. «Όσο καλύτερος ο κακός, τόσο καλύτερη η ταινία», έλεγε ο ίδιος. Οι «καλοί» του από την άλλη απέχουν πολύ από το να είναι τέλειοι και να συνιστούν πρότυπα ηθικής συμπεριφοράς.
Στις περιπτώσεις πάλι εκείνες που ο «ήρωας» φαντάζει ιδανικός, η πραγματικότητα γύρω του απέχει πολύ από το να είναι τέτοια – αντίθετα, συχνά στρέφεται εναντίον του, ενοχοποιώντας τον, καταδιώκοντας τον, μετατρέποντας τον σε θύμα μιας αδίστακτης, μα πάγιας κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Σε μια τέτοια κοινωνική πραγματικότητα, γυαλιστερή στην επιφάνεια, μα σάπια στο εσωτερικό της, κανείς δεν είναι ασφαλής. Η υποκρισία ξεχειλίζει και η αλήθεια συνιστά ένα θαμπό πετράδι, καταχωνιασμένο στον βυθό, τυλιγμένη στις δαγκάνες ενός αρπαχτικού ζώου.
Συχνά το στοιχείο εκείνο που συμβάλλει στο ξετύλιγμα του νήματος, στην απελευθέρωση από τα δεσμά του ψεύδους, είναι η αγάπη και ο έρωτας. Διάχυτος σε όλα σχεδόν τα έργα του Χίτσκοκ, ο έρωτας κυρίως με την ρομαντική του μορφή συνιστά καταλυτική δύναμη, καθώς και βασική κινητήρια ορμή των χαρακτήρων, προκειμένου να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο και να απομακρυνθούν από τον κίνδυνο. Στο πρώτο μισό αρκετών από τις ταινίες του ξεχωρίζει μια ρομαντική ατμόσφαιρα, ενώ ορισμένες από τις χιτσκοκικές σκηνές αγάπης ανήκουν στις διασημότερες της ιστορίας του κινηματογράφου.
Προσοχή όμως, γιατί τα φαινόμενα παραπλανούν. Σαν μέσα από σπασμένο καθρέπτη, ο έρωτας συχνά παραμορφώνεται, αφήνει να διαφανούν άλλες, σκοτεινότερες πτυχές του. Δεν είναι λίγες οι ψυχαναλυτικές αναφορές στα φιλμ του Χίτσκοκ, και τις περισσότερες φορές το ερωτικό στοιχείο δεν είναι απαλλαγμένο από βαθύτερα συμπλέγματα και καθηλώσεις.
Ένας ιδανικός σύζυγος αποδεικνύει πως δεν είναι εκείνος που φαινόταν στην αρχή. Ένας άλλος αποπειράται να βιάσει τη γυναίκα του, την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Ένας μυστικός πράκτορας δε διστάζει να χρησιμοποιήσει την ερωμένη του, αναγκάζοντας τη να εκτεθεί ερωτικά σε έναν αντίπαλο, προκειμένου να αποσπάσει μυστικά. Ένα παντρεμένο ζευγάρι πηγαίνει μια κρουαζιέρα και αμφότεροι απατούν ο ένας τον άλλον. Μία γυναίκα δολοφονεί έναν επίδοξο βιαστή, με τον οποίο η ίδια φλέρταρε, και στη συνέχεια αποκρύβει το έγκλημα. Μία άλλη σκοτώνει τον σύζυγο της, όταν ανακαλύπτει πως είναι φονιάς και τρομοκράτης. Ένας άντρας εξαναγκάζει μια γυναίκα να πάρει μόνιμα τη μορφή μιας φαντασίωσης του, προκειμένου να την αγαπήσει.
Ένας άλλος έλκεται περισσότερο παρακολουθώντας στα κρυφά το θέαμα των γειτόνων του, μέσα από κιάλια, παρά από την ζωντανή κοπέλα που έχει στο πλευρό του – χρειάζεται να αντικρίσει την ίδια μέσα από τα κιάλια, και ενώ βρίσκεται σε κίνδυνο, για να συνειδητοποιήσει πόσο την αγαπάει.
Το θέμα της «διπλής προσωπικότητας» συναντάται άφθονες φορές. Φιγούρες με πλευρές σαν τις όψεις ενός νομίσματος, η φωτεινή επιφάνεια και το σκοτεινό υπόβαθρο. Δύο γνωστοί αντίθετοι όπως η μέρα με τη νύχτα, συμπληρωματικοί ωστόσο μεταξύ τους, σαν άλλος δόκτωρ Τζέκυλ και μίστερ Χάιντ. Ένα πρόσωπο που σου θυμίζει έντονα κάποιο άλλο – στο τέλος υπάρχει ο κίνδυνος το πρώτο πρόσωπο να απορροφήσει εντελώς το δεύτερο, να το κάνει κτήμα του. Ήδη 100 χρόνια πριν τον Χίτσκοκ, ο συνοδοιπόρος του στον χώρο της λογοτεχνίας, Έντγκαρ Άλαν Πόε, μελετούσε το θέμα της διπλής προσωπικότητας στα δικά του έργα.
Πολλά έχουν ειπωθεί για τον ρόλο των γυναικών στα έργα του Χίτσκοκ, ιδιαίτερα για την εμμονή που παρουσίαζε ο ίδιος απέναντι στις ξανθές πρωταγωνίστριες. Στο μυαλό του δέσποζε η φαντασίωση της τρυφερής, μυστήριας, ψυχρής και ερωτικής συνάμα ξανθιάς, μιας γυναίκας που αφύπνιζε πλήθος από ένστικτα. Αγάπη από τη μία, μα και θέληση υποταγής και σεξουαλικής καθήλωσης. Οι ηθοποιοί που υποδύθηκαν τις διάφορες «ξανθιές» του λειτούργησαν σαν τον γύψο στα χέρια του γλύπτη – τις κατασκεύαζε με βάση το ιδιαίτερο εκείνο πρότυπο που είχε κατά νου, διαποτίζοντας τες με άρρητες φαντασιώσεις και εμμονές.
Έχει συζητηθεί εξάλλου ο ρόλος που επεφύλασσε συχνά στην μητρική φιγούρα. Άλλοτε τρυφερή και αναβλύζουσα αγάπη, άλλες φορές όμως σκοτεινή και επιβλητική – σχεδόν τρομακτική. Η ίδια η μητέρα του Χίτσκοκ του ζητούσε καθημερινή αναφορά, κάθε μέρα που έκανε γυρίσματα, ενώ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Στρεβλωμένος ερωτισμός και αμφιθυμική αγάπη, η Μητέρα και η Γυναίκα λειτουργούν σαν καθρέπτες της βαθιά συγκρουόμενης ψυχής.
Ο Χίτσκοκ ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο του έργου – ο σκηνοθέτης συνιστά την κεφαλή, «οι ηθοποιοί είναι κοπάδι». Μια πλαστελίνη στα χέρια του, για να τους χειριστεί με τον τρόπο που έκρινε επιθυμητό.
Και αν με αρκετούς από τους σταρ που συμμετείχαν στις ταινίες του οι σχέσεις του ήταν άψογες, υπήρξαν άλλοι στους οποίους δε δίσταζε να φανερώσει την περισσότερο χειριστική πλευρά του. Είναι περίφημη η ερωτική-επιθετική συμπεριφορά που είχε αναπτύξει απέναντι στην Tippi Hedren, πρωταγωνίστρια των “Marnie” και “The Birds”, απέναντι στην οποία δε δίστασε να εξαπολύσει, για μέρες και μέρες γυρισμάτων, πλήθος από αληθινά πουλιά, σε κίνδυνο της σωματικής της ακεραιότητας, έως ότου ολοκληρωθούν τα γυρίσματα της χαρακτηριστικής εκείνης σκηνής από τα «Πουλιά»… Παράλληλα, αν και ο ηθοποιός που υποδυόταν το θύμα που δολοφονείται από το πρώτο κιόλας λεπτό της ταινίας “Rope” δεν εμφανίζεται ποτέ ξανά στην ταινία και βλέπουμε μονάχα ένα φέρετρο, ο Χίτσκοκ είχε απαιτήσει ο ηθοποιός να μείνει κλεισμένος στο φέρετρο για άφθονες από τις σκηνές της ταινίας – κάτι που οδήγησε σε λιποθυμίες του πρώτου, μην έχοντας αρκετό αέρα.
Αυτή όμως ήταν η μία όψη του νομίσματος. Στην άλλη θα συναντήσουμε τον εύθυμο Χίτσκοκ, τον χιουμορίστα, τον άνθρωπο που συχνά εμπλούτιζε τις ταινίες του με γνήσιο ρομαντισμό, θετικά μηνύματα, ιδεαλισμό και χιούμορ. Τα ρομαντικά ζευγάρια του ανήκουν στα κλασικότερα του κινηματογράφου, οι σκηνές «φιλιών» του είναι περίφημες.
Το έξυπνο χιούμορ σε αρκετά από τα έργα του εκτοξεύει τον παράγοντα της απόλαυσης. Και φυσικά είναι πασίγνωστα τα περίφημα εκείνα “cameos”, οι θρυλικές του εμφανίσεις σε ανύποπτα διαστήματα κατά τη διάρκεια των ταινιών, μια από τις δημοφιλέστερες πατέντες του σκηνοθέτη και ένα παιχνίδι με το κοινό, που κάθε φορά διερωτάτο «που να βρίσκεται ο Χίτσκοκ μέσα στην ταινία?».
Με άλλα λόγια, ο Χίτσκοκ ανήκε στις πολύ ιδιαίτερες εκείνες περιπτώσεις που ο σκηνοθέτης έφτανε να είναι και «σταρ» ο ίδιος, με λάμψη εφάμιλλη εκείνης των ηθοποιών. Ο λόγος του, το χαρακτηριστικό του βάδισμα, η προφορά του, ήταν όλα ξεχωριστά.
Πάνω απ’ όλα όμως ήταν η σκηνοθετική του μεγαλοφυΐα, ο χειρισμός του πίσω από την κάμερα, οι τεχνικές που ανέπτυξε, η ικανότητα του να σε κρατάει στην άκρη της θέσης σου, το σασπένς, οι αντιφάσεις, η ατμόσφαιρα, το μυστήριο, οι συμβολισμοί των ταινιών του και η πολυδιάστατη σκιαγράφηση των χαρακτήρων του, πέρα από το καλό και το κακό.
Τεχνικές
Έχοντας ξεκινήσει ήδη από τα χρόνια του βωβού κινηματογράφου της δεκαετίας του 20, και φτάνοντας ως το τέλος της δεκαετίας του 70, η κινηματογραφική πορεία του Χίτσκοκ αντανακλά την πορεία του ίδιου του μέσου του κινηματογράφου. Στις βασικές, πρώιμες επιρροές του, ανήκε το στυλ του γερμανικού εξπρεσσιονισμού, όπως είχε αναπτυχθεί στα πρώτα χρόνια των 20’s, με τις απότομες γωνίες λήψης, τα παραμορφωμένα σκηνικά, τα άφθονα παιχνίδια του φωτός με τη σκιά.
Ακόμα σημαντικότερη ωστόσο υπήρξε η επιρροή του ρωσικού κινηματογράφου της ίδιας εποχής, από τον οποίο άντλησε την τεχνική του μοντάζ, της συνένωσης και διαδοχής των πλάνων με ορισμένο τρόπο, το κόψιμο και ράψιμο τους, ώστε να μεταδίδει εκείνες ακριβώς τις διαθέσεις που επιθυμούσε στον θεατή.
Ο Χίτσκοκ έκανε εκτενή χρήση του μοντάζ σε όλες τις ταινίες του, το οποίο σε συνδυασμό με τις πολύ ιδιαίτερες γωνίες λήψης που χρησιμοποιούσε και τον πανέξυπνο χειρισμό του χρόνου, δημιουργούσε το μοναδικό εκείνο αποτέλεσμα με το οποίο συνέδεσε το όνομα του: το χιτσκοκικό σασπένς.
Δε δίσταζε να επιμεληθεί όλου του σκηνικού σε μια ταινία, τα έπιπλα, το φόντο, το κλίμα, κάθε λεπτομέρεια, προκειμένου να πετύχει τον στόχο του. Πειραματιζόταν συνεχώς – και αν τα πειραμάτα του δεν πετύχαιναν πάντα, διδασκόταν μέσα από τα λάθη του. Άλλες φορές το κοινό δεν ήταν έτοιμο να δεχτεί τους πειραματισμούς του, όντας πρωτοποριακοί για την εποχή τους και πολύ καλλιτεχνικοί για ταινίες που απευθύνονταν σε πλήθος κόσμου. Ήταν ωστόσο μάστορας του χειρισμού των αισθημάτων του κοινού – σαν οδηγός σε κάποιο όχημα μετέφερε τους επιβάτες του εκεί που ο ίδιος επιθυμούσε, μέσα από στροφές και απρόσμενες αλλαγές, μέσα από αμφιβολίες και ανατροπές, ως το τελευταίο λεπτό της ταινίας, όταν δινόταν επιτέλους η πολυπόθητη «λύση».
Ένας ζωγράφος της οθόνης που πετούσε πινελιές εδώ κι εκεί, δημιουργώντας συνθέσεις που διακρίνονται μονάχα όσο χρειάζεται, σαν ένα θέμα από το οποίο επιλέγεις να απεικονίσεις ένα πολύ συγκεκριμένο του σημείο, κάτω από ορισμένο φωτισμό και υπό τον ήχο της βροχής. Κάπως έτσι ακόμα και ένα τυπικό τοπίο μπορεί να φαντάζει τρομερό, σα μια γέφυρα που ενώνει τους εφιάλτες με τα όνειρα.
Πηγή : www.tofonikokouneli.blogspot.gr
Your email address will not be published. Required fields are marked *
Save my name, email, and website in this browser for the next time I comment.
Notify me of follow-up comments by email.
Notify me of new posts by email.
Facebook
Λαρς Φον Τρίερ. Ο δαιμόνιος Δανός. (video)
Λαρς Φον Τρίερ. Nymphomaniac
Ρόμπερτ Σούμαν. Ο ρομαντικός διαταραγμένος.
Ο διόλου άσημος Άσιμος
Έργα και Ημέρες του Stanley Kubrick… (Μέρος ‘Α)
Γρηγόρης Λαμπράκης. Ο μαραθώνος της δημοκρατίας και της ειρήνης