Παρατηρώ, περισσότερο το διαισθάνομαι, ότι οι δύσκολοι καιροί έχουν οδηγήσει σε νέα μονοπάτια την τέχνη γύρω μας. Ναι, οι περισσότεροι καλλιτέχνες μπορεί να λιμοκτονούν, να μη βρίσκουν μεροκάματο ούτε τα σαββατοκύριακα, και όμως την ίδια ώρα μοιάζει να φουσκώνει ένα κύμα δημιουργικότητας σε όλα τα πεδία, ένα γαμώτο που θέλει να εκφραστεί και εκφράζεται με επιτυχία, σε υπόγεια, σε κλειστούς χώρους ή στο δρόμο, σε συγκεντρώσεις αλληλεγγύης και σε εκδηλώσεις με αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό πρόσημο. Από συμβατικά σχήματα ή από πειραματικές ομάδες και κολεκτίβες, στη μουσική, στο θέατρο, στο σινεμά, στα κόμικς, και είναι πολύ πιθανό ότι από πίσω έρχονται κι οι άλλες τέχνες όπως η λογοτεχνία και η ζωγραφική, πιο μοναχικές αυτές και με πιο βραδύκαυστο φυτίλι λόγω του τρόπου της δημιουργίας και διανομής τους.
«Δεν έχουμε επιλογή παρά ν’ αντισταθούμε», πλέκει τη μαντινάδα του ο Γιάγκος. «Δεν έχουμε επιλογή παρά ν’ αντισταθούμε», κι έτσι ο ερωτικός πόνος μεταπίπτει σε κοινωνικό, ή τέλος πάντων συνδιαλέγεται μαζί του, υπάρχει ούτως ή άλλως στον Ερωτόκριτο και η ταξική διάσταση, καθώς και το σκληρό πρόσωπο του αυταρχισμού της εξουσίας. «Αυτός που ξέρει ν’ αγαπά και να ελπίζει ξέρει», επιβεβαιώνει τη σκέψη μου ο Χαιρέτης, «μέσα στη νύχτα πολεμά, ξημέρωμα να φέρει».
Μέσα στη νύχτα, υπογείως, εξελίσσεται αυτή η δύσκολη καινούρια περιπέτεια της τέχνης, μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές και παρέες και συναντήσεις παρεών, μέσα από αντιστίξεις και επάλληλους κύκλους που ολοένα απλώνονται.
Φυσικά όλ’ αυτά δεν είναι εντελώς καινούρια, θυμίζουν όσα εξελίσσονταν στις μουάτ της Πλάκας το ’72 και το ’73. Ο κόσμος σταματάει ν’ ακούει Θεοδωράκη και Μπι Μπι Σι και Ντόιτσε Βέλε στα κρυφά και βγαίνει παραέξω να ενωθεί με άλλους, να ψαχτεί. Μόνο που εκείνο το ρεύμα ήταν νομίζω πιο εντοπισμένο, γεωγραφικά και κοινωνικά, είχε και έναν εγγενή συντηρητισμό με την «επιστροφή στις ρίζες», σλόγκαν χρήσιμο στην αρχή ως αντίβαρο στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη της χούντας αλλά αργότερα τροχοπέδη: την εποχή που οι άλλοι στο εξωτερικό δούλευαν και πειραματίζονταν μέσα σε γκαράζ και σε εργαστήρια, εμείς συνεχίζαμε την ομφαλοσκόπησή μας και τις ενοριακές έριδες, και ιδού το αποτέλεσμα.
Σήμερα το ψάξιμο και η μίξη είναι πιο εκτεταμένα, κι από την άλλη η ανέχεια σπέρνει την απελπισία και την ανάγκη, που κι αυτές με τη σειρά τους ανατροφοδοτούν το καλλιτεχνικό πάθος και το επιταχύνουν καταλυτικά.
Ανιχνεύω τις ομοιότητες αλλά δεν θέλω καθόλου να υποκρύψω τις διαφορές. Υπήρχε κάποιος κονφορμισμός σ’ εκείνες τις προσπάθειες, η καταλυτική σφραγίδα του έντεχνου. Ίσως να υπήρχε κι ένα είδος ποιοτικής καλλιτεχνικής υπεροχής σε σχέση με τα σημερινά σκιρτήματα, που φαίνεται να έχουν ωστόσο μεγαλύτερη ένταση και δυναμική. Συμβαίνουν πιο βίαια τώρα τα πράγματα και πιο πειραματικά, αλλά η αλήθεια είναι ότι έτσι όπως εξελίσσονται καταιγιστικά ενώπιόν μας είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς πού θα καταλήξουν και πόσο μακριά θα μας πάνε.
Υπήρξε πάντως και ο διαφορετικός δρόμος που υποδείκνυε τότε από το Κύτταρο ο Σαββόπουλος, με σκληρό ηλεκτρικό ήχο από τη μια, με Γκαϊφύλλια (Θάνατος είν’ οι κάργιες που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια), Βαγγέλη Γερμανό, Σαμίου και Σπαθάρη από την άλλη, αυτή η όσμωση που ανιχνεύουμε και σήμερα, τα καινούρια σταυροδρόμια που πρέπει να μείνουν ανοιχτά για να προχωρήσει το πράγμα.
Μόνο που ήρθε μετά η μεταπολίτευση και η ευζωία, ο κονφορμισμός των κομμάτων και τα συμπαρομαρτούντα της καλλιτεχνικής βιομηχανίας και χάθηκε η ευκαιρία, ώσπου ο Σαββόπουλος κατέληξε έπειτα από μια θεαματική διαδρομή να επιλέξει το ρόλο του κήρυκα της παρακμής. Αλλά για να πούμε και του στραβού το δίκιο, δεν φταίνε μονάχα ο Σαββόπουλος, οι δισκογραφικές εταιρείες και τα media της εποχής. Εκείνο που θα ’θελα να μείνει ως επίγευση αυτής της αναδρομής είναι ότι το παιχνίδι κρίθηκε αλλού: στην υποχώρηση της Αριστεράς και στην αδυναμία της να ηγεμονεύσει, να δώσει ρυθμό και κατεύθυνση στο δημιουργικό κύμα.
Το ρεπερτόριο του Γιάγκου Χαιρέτη συνεισφέρει και επ’ αυτού τη δική του αλήθεια:
«Μα πριν ακόμα το σκεφτείς την πέτρα να πετάξεις, τον μπάτσο που ’χεις μέσα σου βάλε φωτιά να κάψεις».
Your email address will not be published. Required fields are marked *
Save my name, email, and website in this browser for the next time I comment.
Notify me of follow-up comments by email.
Notify me of new posts by email.
Facebook
Ελένη Καραΐνδρου. Η μουσικός που φτιάχνει εικόνες
Μάιλς Ντέιβις: η ιδιοφυϊα της jazz (video)
Ο αμφιλεγόμενος Κύριος Πολάνσκι
Η “διαστημική” κιθάρα του Τζίμι Χέντριξ
Πιερ Πάολο Παζολίνι: Ο αιρετικός κινηματογραφιστής
Γρηγόρης Λαμπράκης. Ο μαραθώνος της δημοκρατίας και της ειρήνης