Του Γιώργου Λίλλη
Διάβασα πρώτη φορά για τον Μάξιμο Οσύρο στον τόμο δοκιμίων «Νυχτερινό γυμναστήριο» του Χριστόφορου Λιοντάκη, όπου εξετάζει δύο ποιητικά του βιβλία, το «Εύη j. Βουτσαρά Ι Ι» 1978, εκδόσεις Βάκων, και το «Μονοπάτι της μέταξας», 1981, εκδόσεις Γνώση. Μου έκανε εντύπωση ότι ένας ποιητής σαν τον Λιοντάκη, όπου δεν επηρεάζεται από αισθήματα της στιγμής και που ο λόγος του είναι ακριβής και σοβαρός, εκθείαζε με σθένος το ποιητικό έργο του Οσύρου: «Η ποιητική γραφή του Οσύρου έχει μια μοναδικότητα, γεγονός που διαφοροποιεί εντελώς την παρουσία του στον χώρο της νέας ποιητικής γενιάς», ή κάπου άλλου: «Κατά τη γνώμη μου, η πιο τολμηρή και ουσιαστική πρόταση στην ποίησή μας τα τελευταία χρόνια».
Τα λόγια του Λιοντάκη μου προκάλεσαν το ενδιαφέρον να τον αναζητήσω. Τυχαία, έμαθα πως είχε εκδώσει το 1986 μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Στη νοσταλγία του ψυχιατρείου», από τις εκδόσεις Νεφέλη και ακόμα ένα ποιητικό αφήγημα με τίτλο «Πολιτεία» από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1993. Το παράδοξο ήταν πως οι εκδόσεις Καστανιώτη είχαν αποσύρει το βιβλίο. Οταν μερικούς μήνες αργότερα βρισκόμουν στην Ελλάδα επισκέφθηκα το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων της Νεφέλης και ζήτησα το βιβλίο του Οσύρου που είχε εκδοθεί εκεί. Ο πωλητής, ξαφνιασμένος, μου απάντησε πως είχε μόνον ένα αντίτυπο και πως ήμουν ο πρώτος που το ζητούσε όσα χρόνια εκείνος εργαζόταν στο βιβλιοπωλείο. Μάλιστα μου το χάρισε γιατί ήταν το μοναδικό αντίτυπο που υπήρχε από την έκδοση και ισχυρίστηκε πως αν δεν το αναζητούσα εγώ κανείς δεν θα ενδιαφερόταν ποτέ γι’ αυτό. Κρατούσα λοιπόν στα χέρια μου ένα μικρό πράσινο βιβλιαράκι 48 σελίδων με τον παράδοξο τίτλο «Στη νοσταλγία του ψυχιατρείου», ενός ακόμη πιο παράδοξου συγγραφέα, που τα ίχνη του είχαν χαθεί και που η ακριβοθώρητη σκιά του έσβηνε ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα.
Τα προηγούμενα βιβλία του δεν υπήρχαν σε κανένα βιβλιοπωλείο. Κάποιος μου ανέφερε ότι πέθανε αλλά δεν ήταν σίγουρος, κάποιος άλλος πως είναι έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική, ενώ οι περισσότεροι άκουγαν για πρώτοι φορά τ’ όνομα του συγγραφέα. Ακόμη και σημαντικοί κριτικοί της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας δυσπιστούσαν ως προς το αν πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο ή ψευδώνυμο, και σχεδόν κανείς, αν εξαιρεθεί ο Λιοντάκης, δεν είχε διαβάσει ποιήματά του. Οταν επέστρεψα στη Γερμανία διάβασα με προσοχή το βιβλίο και διαπίστωσα πως τα λόγια του Λιοντάκη ήταν όχι μόνο αξιόπιστα, αλλά βρισκόμουν, όπως κι εκείνος, έκπληκτος, μπροστά σ’ ένα ολοκληρωμένο ποιητικό σύμπαν. Ο λόγος του Οσύρου έχει μια ισχυρή δόση υπερρεαλισμού σε συνδυασμό με έναν έντονο γλωσσικό ρεαλισμό που επεκτείνεται στην ειρωνεία και την ψυχρότητα του βλέμματος. Ως συνειδητοποιημένος τεχνίτης του αυτοσαρκασμού δοκιμάζεται στα όρια της γλώσσας, μέμφεται σε κάθε τι που ταϊζει την υπόσταση με ψευδαισθήσεις, οι στίχοι του είναι μεγεθυντικοί φακοί που παρακολουθούν με προσοχή όλες της πτυχές του ανθρώπινου δράματος. Αν και συμφωνώ με τον Βύρωνα Λεοντάρη ότι είχε εξέλθει η εποχή όπου παράξενοι ποιητές είχαν ακόμη την επιλογή να είναι ξεχασμένοι, και πως με την κυριαρχία της ηλεκτρονικής μνήμης καταγράφονται και συντηρούνται όλα σε μια φριχτή αιωνιότητα, παρ’ όλα αυτά ο Οσύρος σήμερα είναι ένας ποιητής-φάντασμα. Ο σκοπός αυτού του κειμένου έχει πρόθεση να παραθέσει μερικούς στίχους από τη «Νοσταλγία του ψυχιατρείου», αλλά και να προτείνει έναν διάλογο με τους αναγνώστες προς αναζήτηση στοιχείων για τον ποιητή, ο οποίος επέλεξε ν’ απομακρυνθεί από το σύνηθες πνεύμα που επικρατεί για τη δημοσιότητα. Ο Οσύρος είναι ένας σπουδαίος ποιητής, ένας μοναχικός στυλίτης προσωπικών δεδομένων, αναρχικός ως προς την ποιητική του πορεία, ανένταχτος. Ας μου συγχωρεθεί που με αυτήν την ανοιχτή επιστολή προς τους αναγνώστες του (.poema..) επεμβαίνω στη επιλεγμένη του σιωπή, προβάλλοντας χωρίς τη δική του συγκατάθεση το έργο του.
*
Γνώριζα πως το αυθεντικό δοκιμάζεται στη δυνατότητα να παραμένει ακίνητο Oπως αυτό δύο βήματα μπροστά και τόσο άγνωστο που είπα θα ξεραθεί το χέρι μου αν δοκιμάσω της πορφύρας την τάξη που ανάθρωσκε Στην ηλικία μου σκέφτηκα τι απόμεινε ξένο που με φέρνει κοντά σαν με βαθιά υπόκλιση ζωσμένο τη λινή ποδιά Επιστρέφω εκεί που η μοίρα με τη λευκή κραυγή της πορσελάνης δεν τόλμησε
Να διακρίνουμε τις εύκαμπτες και ασθενείς γραμμές που παραπέμπουν την επαναλαμβανόμενη μορφή του ν’ αναπνέει στο κρεούργημα του μεγάλου Βρήκαμε τα ίχνη στο σεντόνι Στην αμμουδιά τα δάκρυα Τον παγιδέψαμε στην ηλικία του ώριμου Oπου κι αν είσαι μπορείς να με δεις με σπασμένη ράχη και θρυμματισμένο στόμα Εγκλειστο για πάντα στις αγκαθιές
Δε διακρίναμε την απόκλιση που συνόδευε την καθεμιά απ’ τις ατέρμονες επαναλήψεις του Στην ψευδαίσθηση της προσωπικής μας ζωής πιστέψαμε πως περίσσευε η λήθη για ό,τι έφυγε μακριά μας Θα επέστρεφε με το βρυχηθμό της κενότητας που μπορούσε να δέσει το καρπό στο πύον που με κέντησε
Μίλησες στον πατέρα για
όσα έπρεπε να φυλάξεις μοναχός Κι εκείνος για τα όπλα είπε που χαλκεύονται στο βυθό ν’ αποτεθούν κάποτε στα πόδια σου αστράφτοντας
στην όψη της αλήθειας τους τον πόνο και τη μοναξιά Oπως έσκυβες με την πένσα σαν να πέρασαν όπως έσκυβες με την πένσα
χίλια χρόνια κι είναι ακόμα η ίδια στιγμή όπως έσκυβες λουσμένος το ανέσπερο πένθος στα ακίνητα τη φορά αυτή πόδια της μητέρας
τα στολισμένα με τις μαύρες βιολέτες Eμενε να θάψεις βαθιά και την πολυξένη ν’ ανασαίνει κάτω απ’ τον μεγάλο της άμμου σωρό που ύψωσες
να τη βρίσκουν οι φίλες της Eνα χτύπημα ακούστηκε ότι πρόσμεναν και ήταν ο ίδιος κύριος που γνώρισα την πρώτη μέρα
το λουτρό σας να πει ετοιμάζεται κι αν θέλετε μπορώ να περιμένω μαζί σας κι ότι μένει ν’ αλλάξουμε τα λινά και ν’ αφήσουμε τις σκάρες
να ζεσταθούν και να μηδενιστεί το υγρόμετρο και να καούν οι παστίλιες του ευκάλυπτου Να ορίσουμε το χώρο που δεν είναι αλήθεια
ότι ερήμωσε η σκήτη πλάι στο έλος Να υψώσουμε τα νερά στην ηλικία των προσήλυτων στη νοσταλγία του ψυχιατρείου
Στις δύσκολες εποχές συνέχισε ο ποιητής πρέπει να κρύβει την πραμάτεια του κι αν ρωτηθεί να έχει κάτι απ’ το περίσσευμα
Στο ελάχιστο νεύμα με μια μόνη κίνηση άνοιξε το μάρμαρο Το μαντρότοιχο ξέχωσε και βρόντησε το λινό εκεί που γεννιέται το όνειρο
μήπως τα πράγματα άλλο νόημα αποκτήσουν από εκείνο που μας διαφεύγει Και πρόβαλε η κενότητα πως δεν μπορούσε να σταθεί σ’ ένα σημείο
Που με βία τον φέρνουν στο κρεβάτι του και το πρωί τον βρίσκουν καταγής Eριχνε τα σκεπάσματα και με τις μολυσμένες έπαιζε γάζες
Αλλοτε φρόντιζε
να κρύβει τα πράγματά του εδώ κι εκεί Κι έμενε γυμνός στα σανίδια του κρεβατιού και έλεγε πως ήταν πλούσιος και τον κλέψαν
Στις πέτρες και την ευωδιά του κεριού που ανάδινε το παλιό ξύλο Πόσες φορές είχα βάλει να ξυπνήσω
τις ώρες που τα μεσάνυχτα ακολουθούν στη χαμηλή φλόγα ν’ αναζητήσω τον κανόνα τον δίχως ίχνη όπως του ανέλπιστου χιονιού
και να νιώσω την ταπείνωση επιστρέφοντας στο γυμνό σανίδι Και να οι φίλοι που νομίζαμε πως ήταν μόνο των νεκρών οι φύλακες
μας πρόσφεραν τα δάκρυα Μας άφησαν ν’ αγγίξουμε τα μικρά τους φύλλα να φιλήσουμε τον καρπό τους και σε μια αστραπή πιθανού
φώτισαν το ριζικό μας με ξίφος από καμένο μέλι Γείραμε στον κορμό τους Ανάψαμε τσιγάρο Και ήταν που το άδειο βλαστάρι ριγώντας
άγγιξε τα μελλούμενα στη χόβολη της καρδιάς μας
Ποιος δικαιούται να ταπεινώσει ένα παιδί Να το σπρώξει στο δρόμο Να πετάξει τους λαχνούς στο πρόσωπο του νεαρού αύγουστου Στην ηλικία του άσεμνου να το σύρει και ν’ αφήσει να περάσουν σε ξένα χέρια οι ερωτικές του στιγμές Ασφαλώς εκείνος που έστρεψε και σ’ εμάς την πλάτη του να τολμήσω μόνο για την αίσθηση πως δεν έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου Που θά ‘πρεπε για να σταλάξει την κενότητα μέσα μου να ζήσουμε τον εφιάλτη του προσδιορισμού της ταυτότητας απ’ το αφύλαχτο πλευρό μου και το μισάνοιχτο στόμα μου όπως έγερνες πάνω στην ήβη μου Ασφαλώς εκείνος που σκόρπισε το χρονικό μας μ’ ένα θρόισμα της καλαμιάς στον ασβέστη και κατορθώνει χρόνια μετά τη συγκρότησή του στον αίνιγμα των κλώνων της μυριόφυλλος Σ’ εκείνο που θά ‘πρεπε να σκύψεις χαμηλά Να γονατίσεις αναζητώντας ανώφελα το όμοιό του
Αν ο ποιητής που ευαγγελίζομαι δεν θα έχει ανάγκη τους στίχους του είναι γιατί δεν υπάρχει τρόπος να μεταφέρει το μήνυμα όπως πάντοτε θα τη βλέπει να ξυπνά στα λινά τα πλυμένα με τη στάχτη τ’ αηδονιού Κανένα ρόδο δεν θα μπορέσει να διασχίσει την απόσταση και το ψύχος του κενού πάντοτε θα κερδίζει το νυφικό της Γι’ αυτό θα διστάζω σ’ εκείνο που μου έτυχε και στις προτάσεις δε θ’ απλώσω το χέρι μου Και αν τους στίχους μου ύψωσα ως την παγωνιά των αγγέλων δε λέω να τους αφήσω να χτυπήσουν Εδώ δεμένος με της ακροβυστίας το σεντόνι Ακούγοντας τις προσταγές των γιατρών και τις τρεχάλες πως η πίεση πέφτει και χρειάζομαι συνεχώς μετάγγιση
Πηγή: e-poema.eu
Your email address will not be published. Required fields are marked *
Save my name, email, and website in this browser for the next time I comment.
Notify me of follow-up comments by email.
Notify me of new posts by email.
Facebook
Η “διαστημική” κιθάρα του Τζίμι Χέντριξ
O μεγάλος δικτάτορας. Ο διαχρονικός λόγος του Τσάπλιν στην ταινία
Τσάρλι Τσάπλιν, ο θεμέλιος λίθος της 7ης τέχνης (βίντεο)
Tom Waits: Ένας άνθρωπος του τσίρκου στη μουσική
Λαρς Φον Τρίερ. Nymphomaniac
Γρηγόρης Λαμπράκης. Ο μαραθώνος της δημοκρατίας και της ειρήνης